DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
zinkput m
agric. φρεάτιο; βόθρος
construct. φρεάτιο άντλησης; τεχνικόν έργον παροχετεύσεως επιφανειακών υδάτων εις δραίνον; στόμιο φρέατος με εσχάρα; στραγγιστικό φρέαρ
health. καταβόθρα; φρεάτιο αποστραγγίσεως δεξαμενών