DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
zekering abbr.
astronaut., transp. Αυτόματος διακόπτης ηλεκτρικού κυκλώματος
commun., el. ασφάλεια τήξης; ασφάλεια
el. σύστημα εκπυρσοκρότησης; διάταξη διακοπής ηλεκτρικού κυκλώματος ασφαλείας
zekering
: 4 phrases in 3 subjects
Electronics2
Energy industry1
Information technology1