DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
zakengeheim n
law, commer. εχεμύθεια καθηκόντων; επιχειρηματικό μυστικό; επιχειρησιακό απόρρητο
law, fin. επαγγελματικό απόρρητο; βιομηχανικό απόρρητο; εμπορικό απόρρητο