DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
woelen adj.
agric. υπεδάφιος άροση
agric., mech.eng. σκάλισμα
woeler adj.
agric. νύχι για ξεχορτάριασμα; άροτρο ασπάλαξ; υπεδαφοκαλλιεργητής
woelst adj.
industr., construct., met. κόμπος γάμπας ποτηριού