DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
wipschakelaar adj.
commun. κλειδί κλήσης
el. επιλογέας δύο θέσεων με σκαλμίσκο; διακόπτης διατηρούμενης επαφής; διακόπτης μοχλού
wipschakelaar
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1