DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
winkel v
comp., MS έμπορος
environ. εμπορικό κατάστημα; συνεργείο (εργοστασίου); εμπορικό κατάστημα/συνεργείο εργοστασίου
winkel
: 10 phrases in 6 subjects
Economy2
Finances2
General1
Marketing2
Microsoft1
Politics2