DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
windmolen m
energ.ind., mech.eng. αιολικός κινητήρας; κινητήρας που λειτουργεί με τη δύναμη του ανέμου
environ. ανεμόμυλος m
min.prod., mech.eng. γεννήτρια αιολικής ισχύος; αερογεννήτρια f; αιολική ηλεκτρογεννήτρια; αιολικός στρόβιλος; ανεμογεννήτρια f; ανεμοκινητήρας f; ανεμομηχανή
windmolen
: 17 phrases in 4 subjects
Earth sciences5
Electronics1
Energy industry7
Mechanic engineering4