DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
wieg v
med. δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλος; κούνια; λίκνο; μικρή κλίνη
met., el. αντίβαρο
transp. έδραση; βάση; υποδοχή
wiegen v
transp. παίξιμο πτερύγων; ταλάντευση πτέρυγας
wieg
: 2 phrases in 1 subject
Environment2