Wenen | |
econ. | Βιέννη |
wet | |
econ. | νόμος |
environ. | δίκαιο; δίκαιο δίκαιο |
obs. construct. | ευρωπαϊκός νόμος |
wetten | |
environ. | ατομικές διοικητικές πράξεις |
industr. | λείανση με αλοιφή; στίλβωση |
| |||
νόμος | |||
δίκαιο (σύνολο κανόνων δικαίου); δίκαιο σύνολο κανόνων δικαίου δίκαιο σύνολο κανόνων δικαίου | |||
ευρωπαϊκός νόμος | |||
| |||
ατομικές διοικητικές πράξεις | |||
λείανση με αλοιφή; στίλβωση | |||
χειρωνακτικό τελικό φινίρισμα με σμιλευμένη πέτρα | |||
| |||
Βιέννη |
wet van : 229 phrases in 27 subjects |