DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
werkslag adj.
mech.eng. διαδρομή; ενεργός διαδρομή εμβόλου; διαδρομή εργασίας; κίνηση πρόωσης
met., el. διαδρομή λειτουργίας του ηλεκτροδίου
werkslag
: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1