DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
werknemer m
gen. μισθωτός εργαζόμενος
busin., labor.org., account. μέλος του προσωπικού που απασχολείται
econ. υπάλληλος
empl. μισθωτός
lab.law. εργαζόμενος; μισθωτός εργαζόμενος
werknemers m
fin., lab.law. ενεργός πληθυσμός; εργατικό δυναμικό
lab.law. εργαζόμενοι
werknemer EU m
econ. εργαζόμενος (ΕE)
werknemer
: 246 phrases in 24 subjects
Accounting4
Business1
Coal1
Economy39
Education3
Employment2
Environment1
Finances13
General19
Health care7
Human rights activism2
Immigration and citizenship5
Industry2
Insurance19
Labor law46
Law37
Medical2
Patents1
Security systems1
Social science28
Sociology1
Statistics3
Trade unions5
Transport4