DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
werkhout n
construct., wood. ξυλεία κατασκευών; κατασκευαστική ξυλεία
industr., construct. ξυλεία για σκαλωσιές; ξυλεία για υποστήριγματα
werkhout
: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Wood processing1