DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
werkbereik adj.
earth.sc., mech.eng. περιοχή λειτουργίας
el. όρια λειτουργίας
IT χρήσιμος χώρος ή ωφέλιμος χώρος; χώρος εργασίας
mech.eng. εύρος ελέγχου
werkbereik
: 2 phrases in 2 subjects
Communications1
Mechanic engineering1