DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | adjective
wegingscoefficient m
stat. βάθμιση
wegingscoëfficiënt adj.
fin. συντελεστής σταθμίσεως
math. βάρος
stat. συντελεστή στάθμισης; συντελεστής βάρους
stat., agric. συντελεστής στάθμισης
wegingscoëfficient adj.
stat., scient. συντελεστής σταθμίσεως
transp. συντελεστής αξιολόγησης; συντελεστής βαρύτητας
wegingscoefficient adj.
stat. στάθμιση