DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
wegering f
agric. φοδράρισμακν.; εντερόνεια πυθμένα; εσωτερική ξύλινη επένδυση πλοίου; πανιόλακν.
construct. προστατευτικό κάλυμμα τοίχου; κατακόρυφη σχάρα
transp. επένδυση μεταξύ καταστρωμάτων; φόδρος του κουραδόρου; επένδυση καμπίνας
transp., mech.eng. εσωτερική επένδυση με πλάκες
wegering
: 2 phrases in 1 subject
Transport2