DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
walsschakelaar adj.
el. συσκευή ελέγχου με τύμπανο; συσκευή ελέγχου με κύλινδρο
mater.sc., mech.eng. πολλαπλός διακόπτης
transp., el. ρυθμιστής με τύμπανο; διακόπτης με τύμπανο; κυλινδρικός διακόπτης; κυλινδρικός ρυθμιστής