DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
walsrol f
industr. οδοστρωτήρας
met. κύλινδρος εξέλασης
walsrollen f
agric., mech.eng. έλκυστρον ή έλαστρον ή κύλινδρος ελάσεως
industr., construct., met. κύλινδροι χύτευσης
walsrol
: 3 phrases in 3 subjects
Chemistry1
Industry1
Mechanic engineering1