Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Danish
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Portuguese
Russian
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
verb
|
adjective
|
to phrases
walsen
v
chem.
έλαση
immigr., tech.
κύλινδροι ; κυλινδρικά πιεστήρια
industr., construct.
κάλυψη λινών με φύλλο ελαστικού
;
σατινάρισμα των λινών
;
εξελαύνω
industr., construct., met.
διεργασία διαμόρφωσης του γυαλιού με πλάκα
;
διαδικασία κυλίνδρισης
leath.
κυλίνδρισμα
;
συμπίεση
textile
εξέλαση
transp.
κυλινδρώ
;
συμπυκνώνω με χρήση οδοστρωτήρα
;
κυλίνδρωση
walser
adj.
lab.law.
ελασματουργός θερμής ελάσεως
met.
ελασματουργός
;
κύλινδρος έλασης
walsen
:
22 phrases
in 6 subjects
Chemistry
2
Environment
1
Finances
1
Industry
8
Labor law
2
Metallurgy
8
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips