DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
walsen v
chem. έλαση
immigr., tech. κύλινδροι ; κυλινδρικά πιεστήρια
industr., construct. κάλυψη λινών με φύλλο ελαστικού; σατινάρισμα των λινών; εξελαύνω
industr., construct., met. διεργασία διαμόρφωσης του γυαλιού με πλάκα; διαδικασία κυλίνδρισης
leath. κυλίνδρισμα; συμπίεση
textile εξέλαση
transp. κυλινδρώ; συμπυκνώνω με χρήση οδοστρωτήρα; κυλίνδρωση
walser adj.
lab.law. ελασματουργός θερμής ελάσεως
met. ελασματουργός; κύλινδρος έλασης
walsen
: 22 phrases in 6 subjects
Chemistry2
Environment1
Finances1
Industry8
Labor law2
Metallurgy8