DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
wals m
construct. κυλινδρικό θυρόφραγμα; κύλινδρος συμπίεσης εδαφών
textile κύλινδρος
transp. οδοστρωτήρας
walsrichten v
met. ευθυγράμμιση και επιφανειακή ισοπέδωση ράβδων κυκλικής διατομής
walser adj.
lab.law. ελασματουργός θερμής ελάσεως
met. ελασματουργός; κύλινδρος έλασης
wals
: 54 phrases in 7 subjects
Agriculture1
Chemistry17
Construction2
Industry18
Labor law3
Mechanic engineering7
Metallurgy6