DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
waaier m
gen. τροχός με πτερύγια
agric., mech.eng. πτερωτή
industr., construct. βεντάλια
industr., construct., chem. Aνεμιστήρας
mech.eng. φυσητήρας
med. συσκευή εξαερισμού; ανεμιστήρας
transp., construct. καταδυόμενη στεφάνη
waaier
: 25 phrases in 7 subjects
Agriculture1
Earth sciences15
Finances1
Industry1
Mechanic engineering5
Municipal planning1
Transport1