DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
vulmiddel adj.
environ. υλικό πλήρωσης (γέμισης, επιχωμάτων); "υλικό πλήρωσης γέμισης, επιχωμάτων"
industr., construct., chem. προκαταρκτικόν βερνίκιον
mater.sc., construct. κονίαμα