DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
vuilniswagen n
gen. όχημα συλλογής απορριμμάτων
environ. απορριμματοφόρο όχημα; απορριμματοφόρο m; κάδος συλλογής
vuilniswagen
: 9 phrases in 1 subject
Municipal planning9