DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

verb | adjective | to phrases
vrijgeven v
gen. Αποδέσμευση
comp., MS δημοσιεύω
el. απόλυση
environ. αποδέσμευση/απελευθέρωση/ έκλυση/κυκλοφορία
fin. αποδευσμεύω
vrijdraaien v
met., mech.eng. τόρνευση εγκοπών ελευθερίας
vrijkomen gevaarlijke stoffen v
gen. αποδεσμεύομαι επικίνδυνες ουσίες
vrijdraaiend v
earth.sc., mech.eng. αυτοπεριστροφή έλικας
vrijduiken v
hobby ελεύθερη κατάδυση
vrij adj.
commun., el. ελεύθερος
commun., IT διαθέσιμος
vrij-/afgifte gemuteerde micro
: 2 phrases in 1 subject
Environment2