DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
vouwen v
industr. δίπλωμα
industr., construct. διπλώνω
vouw v
gen. ελάττωμα
commun. πτυχή ή λακούβα τυπογραφικού χάρτη που πιεζόμενο ασχημίζει την τύπωση ή αφήνει λεύκωμα; ελάττωμα εντύπου από δίπλωμα του χαρτιού στο πιεστήριο
industr., construct. σπάσιμο ροής
industr., construct., chem. ραφή,μαγκώματα καλουπιού; Eξόγκωμα
met. σούφρα; σφάλμα κυλινδρικής έλασης; πτυχή
vouwer adj.
commun. διπλωτής τυπογραφικών φύλλων
vouwen
: 39 phrases in 11 subjects
Chemistry6
Communications9
Construction3
Electronics2
Industry6
Labor law2
Materials science3
Metallurgy2
Microsoft1
Technology4
Textile industry1