DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | adjective
voorstudies f
construct. αναγνωριστική έκθεση; μελέτη σε στάδιο γενικού σχεδίου ανάπτυξης; προκαταρκτικές μελέτες
voorstudie adj.
law, fin. προκαταρκτική μελέτη
R&D. μελέτη σκοπιμότητας; μελέτη εφικτότητας; μελέτη σκοπιμότητας
transp. έγγραφο μελέτης,στοιχείο μελέτης