| |||
προσωρινό χρηματικό ποσό; προκαταβολή; προκαταβολή από τον προϋπολογισμό; πληρωμή έναντι λογαριασμού | |||
προκαταβολή' προπληρωμή | |||
εμπρόσθια πλευρά; μετωπικό τοίχωμα |
voorschot : 59 phrases in 10 subjects |
Agriculture | 1 |
Business | 1 |
Economy | 1 |
Finances | 39 |
Insurance | 5 |
Labor law | 1 |
Law | 4 |
Marketing | 5 |
Politics | 1 |
Transport | 1 |