DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
voorschot n
fin. προσωρινό χρηματικό ποσό; προκαταβολή; προκαταβολή από τον προϋπολογισμό; πληρωμή έναντι λογαριασμού
fin., econ. προκαταβολή' προπληρωμή
transp. εμπρόσθια πλευρά; μετωπικό τοίχωμα
voorschot
: 59 phrases in 10 subjects
Agriculture1
Business1
Economy1
Finances39
Insurance5
Labor law1
Law4
Marketing5
Politics1
Transport1