DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
volmacht f
econ. αντιπροσώπευση
law δικαίωμα αντιπροσώπευσης; πληρεξούσιο; πληρεξουσιότητα
law, fin. εξουσιοδότηση; έγγραφο εξουσιοδότησης; πληρεξούσιο έγγραφο
volmachtgeven v
law, patents. ο αντιπροσωπευόμενος
volmacht
: 15 phrases in 5 subjects
Economy1
General5
Information technology1
Insurance1
Law7