DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
voetblok n
agric. τρόχιλος σχιστός; λυκίσκος; ματσαπλί σχιστόκν.; μπαντέκα
fish.farm. σπαστή τροχαλία; ματσαπλί σχιστό
transp., construct. ογκόλιθος θεμελιώσεως