DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
voelermaatje n
mech.eng. φίλερ; μετρητής ελευθερίας; παχύμετρο
transp., mech.eng. διακενόμετρο; διακριβωτήρας διακένων; λεπιδόμετρο