DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
voeg v
gen. αρμός
industr., construct. ένωση; σύνδεσμος; γλυφή
met. συναρμογή; σύνδεση; αμφιδέτης
voegen v
construct. πλήρωση κεραμικών αρθρώσεων με στεγανοποιητική σκόνη; τσιμεντένεση
industr., construct. συναρμογή
voeg
: 66 phrases in 10 subjects
Chemistry5
Construction9
General2
Industry9
Law6
Mechanic engineering4
Metallurgy17
Microsoft3
Politics1
Transport10