DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
vloeimiddel n
chem. πρόσθετο ελέγχου ροής
earth.sc. ρευστοποιητής; ρευστοποιητικό μέσο
el. αυτοκόλλητη επένδυση
met. ουσία που διευκολύνει τη συγκόλληση; συλλίπασμα
transp. πλαστικοποιητής σκυροδέματος
vloeimiddel
: 16 phrases in 3 subjects
Chemistry1
Industry1
Metallurgy14