DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
visteeltbedrijf n
agric., fish.farm. ιχθυοτροφία; ιχθυοκαλλιέργεια; ιχθυοπαραγωγή
environ., agric. ιχθυοτροφική εκμετάλλευση; εκμετάλλευση; ιχθυοτροφείο