DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
vingerling m
med. προφυλακτήρας δακτύλων για χειρούργους; δακτυλήθρα; δακτυλίθρα; ελαστική καλυπτρίς
transp., mater.sc. γομφώσεις πηδαλίου; θηλιές ποδοστήματος
transp., nautic. τζαβέτακν.; γόμφος; γόμφωση πηδαλίου; θαιροθήκη
transp., nautic., fish.farm. θαιρός πηδαλίου; βελόνικν.