DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
vetweiden adj.
agric. πάχυνση στο λιβάδι; ελεύθερη πάχυνση
vetweider adj.
agric. ζώο προς πάχυνση
vetweide adj.
agric. χορτοδοτικός λειμώνας