DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
verwering f
chem. αλλοίωση
chem., met. έκθεση στην επίδραση των καιρικών συνθηκών
environ. αποικοδόμηση/υποβάθμιση/φθορά
industr., construct., met. ιριδισμός επιφάνειας από πολύχρονη αποθήκευση
life.sc., agric. αποσάθρωση; ατμοσφαιρική αλλοίωσις
verwering
: 5 phrases in 5 subjects
Chemistry1
Industry1
Labor law1
Life sciences1
Metallurgy1