DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
verwarmingselement n
el. θερμαντικό στοιχείο; θερμικό στοιχείο
industr., construct., mech.eng. θερμοπομπός
mater.sc. θερμαντική μονάδα; θερμαντικό σώμα
mech.eng. θερμαινόμενος χώρος
verwarmingselement
: 9 phrases in 4 subjects
Chemistry1
Earth sciences1
Electronics6
Municipal planning1