DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
vervuiling
 vervuiling
environ. μόλυνση; μίανση; νόθευση; ρύπανση
mech.eng. απόθεση άνθρακα
| door
 doordrenken
life.sc. industr. construct. εμβαπτίζω
 doorgaan
transp. ανεβαίνω; σύρομαι
partikels
- only individual words found

to phrases
vervuiling n
environ. μόλυνση; μίανση; νόθευση (κειμένου); ρύπανση
mech.eng. απόθεση άνθρακα
pharma., environ. νόθευση κειμένου; παράλλαξη
vervuiling door
: 11 phrases in 1 subject
Environment11