| |||
ελαστική παραμόρφωση | |||
παραμόρφωσις | |||
παραμόρφωση κυματομορφής | |||
οπτική διακύμανση | |||
σύνθλιψη | |||
επεξεργασία; κατεργασία; κατακόρυφη παραμόρφωση; κατακόρυφη απόκλιση | |||
παραμόρφωση | |||
βούλιαγμα; κοίλωμα | |||
| |||
παραμόρφωση; παραμόρφωση ενός ελάσματος | |||
| |||
παραμόρφωση εξελασμένου ή συγκολλητού στοιχείου |
vervorming : 118 phrases in 18 subjects |