DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
vervelling f
med. αποφολίδωση; απολέπιση
nat.res., agric. αλλαγή δέρματος (ecdysis); αλλαγή κεράτων (ecdysis); αλλαγή πτερών (ecdysis); αλλαγή τριχών (ecdysis); πτερόρροια (ecdysis)