DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
verstijving f
agric. ενισχυτικό
construct. ενίσχυση; στήριξη; στύλωση; υποστήριξη; ακαμπτοποίηση; σύνδεση ακαμψίας; ακαμψία
earth.sc. στερεοποίησις
verstijvingen f
construct. ενισχυτικά στοιχεία
verstijving
: 10 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Construction4
Medical1
Transport4