DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
versteviging f
construct. αντισεισμικό τοίχωμα
mech.eng., el. στήριγμα
med. αναδιπλασιασμός
met., mech.eng. βελτίωση εν ψυχρώ
versteviging
: 2 phrases in 1 subject
Metallurgy2