DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
versterking f
agric. εντατικοποίησις; οργανωτική εξέλιξις; Πρώτη ενίσχυση
construct. εργασίες ενίσχυσης; εργασίες στήριξης.
earth.sc., mech.eng. σερβοβαλβίδα ενισχύσεως παροχής; σερβοβαλβίδα ενισχύσεως ροής
industr., construct. ενίσχυση
industr., construct., chem. ενισχυτής
IT κέρδος
IT, el. απολαβή
med. αναδιπλασιασμός
versterkingvan spraak f
gen. ενίσχυση φωνής
versterking
: 125 phrases in 17 subjects
Chemistry1
Communications20
Construction3
Criminal law1
Electronics33
Finances2
Fish farming pisciculture2
General6
Health care1
Industry16
Information technology6
Labor law2
Medical6
Natural sciences3
Social science17
Technology2
Transport4