DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
verspaning adj.
industr., construct. αποκοπή τεμαχίων,κοπίδιασμα
met. αφαίρεση υλικού; διαχωρισμός των αποβλήτων κοπής
verspaning
: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1