DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verspanen adj.
industr., construct. αποκοπή τεμαχίων,κοπίδιασμα
met. εργάζομαι δι'αφαίρεσης του υλικού
verspaner adj.
agric., el. μηχανή τεμαχισμού ξύλου
industr., construct., mech.eng. συστολικό πριόνι