DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
verrekijker m
commun., industr., construct. διόπτρα; κιάλια
hobby διόπτρες με ένα οπτικό πεδίο
industr., construct. τηλεσκόπιο; διόπρα δύο οπτικών πεδίων
verrekijkers m
industr., construct. θήκη για κυάλια
verrekijker
: 4 phrases in 2 subjects
Earth sciences2
Industry2