DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
vernieuwingen f
agric., construct. ανακαινίσεις
vernieuwing n
gen. ανανέωση της θητείας
agric. ανανέωσις
construct. ανακαίνιση; ανανέωση
econ. καινοτομία
environ. επανόρθωση; Αποκατάσταση; αναστήλωση; αποκατάσταση; επαναφορά
fin., insur. αντικατάσταση ασφαλιστηρίου με νέο
market., agric. ανανέωση του κοπαδιού
transp., mil., grnd.forc., patents. παράταση
vernieuwing
: 36 phrases in 14 subjects
Agriculture2
Construction1
Economy6
Education3
Electronics1
Fish farming pisciculture1
General4
Industry3
Information technology1
Law5
Microsoft1
Patents1
Statistics1
Transport6