DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
vermogensvoeding adj.
energ.ind., el. τροφοδοτικό ισχύος; ηλεκτροπαροχή; τροφοδοσία ισχύος; τροφοδοτικό
vermogensvoeding
: 4 phrases in 1 subject
Electronics4