DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
verkaveling n
construct. στεγαστική ανάπτυξη
demogr., agric. κατάτμηση; οικοπεδοποίηση
econ. οικισμός
law χωρισμός έκτασης σε οικόπεδα,οδούς κ.λπ.
verkaveling
: 1 phrase in 1 subject
Construction1