DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
verdichten adj.
agric., industr., construct. αυξάνω τεχνητώς την πυκνότητα ξύλου
construct. συμπίεση; καθιστώ συμπαγές
environ. συμπύκνωση
IT, dat.proc. κλείνω
verdichter adj.
construct. συμπιεσταί
el. ψυγείο; συμπυκνωτήρας; συμπυκνωτής
verdichten
: 20 phrases in 7 subjects
Construction3
Energy industry1
Environment7
General3
Life sciences2
Natural sciences1
Transport3