DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
veerring adj.
industr., construct. δακτύλιος με ελατήριο
mech.eng. ροδέλα με ανοίγματα; συνδετήρες ελατηρίων; ροδέλα; οδοντωτή κόντρα-ροδέλλα; δακτυλιοειδές ελατήριο; δακτύλιος ασφάλισης; αστεροειδής ροδέλα ασφαλείας; ασφάλεια; γκρόβερ
veerring
: 5 phrases in 1 subject
Mechanic engineering5